- χονδρότυπος
- χονδρό-τῠπος, ον,A formed of cartilage, Arist.HA617b2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χονδρότυπος — formed of cartilage masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδρότυπος — ον, Α σχηματισμένος από χόνδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + τυπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκό τυπος, χρυσό τυπος] … Dictionary of Greek